- αστεροειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή1. αυτός που έχει το σχήμα αστέρα: Φορούσε ένα λαμπρό αστεροειδές κόσμημα.2. το αρσ. ως ουσ., αστεροειδής μικρός πλανήτης αόρατος με γυμνό μάτι.3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αστεροειδή ομοταξία ζώων της θάλασσας, σταυροί της θάλασσας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.