αστεροειδής

αστεροειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή
1. αυτός που έχει το σχήμα αστέρα: Φορούσε ένα λαμπρό αστεροειδές κόσμημα.
2. το αρσ. ως ουσ., αστεροειδής μικρός πλανήτης αόρατος με γυμνό μάτι.
3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αστεροειδή ομοταξία ζώων της θάλασσας, σταυροί της θάλασσας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀστεροειδής — star like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστεροειδής — ές (AM ἀστεροειδής, ές) ο όμοιος με αστέρα νεοελλ. ο γεμάτος αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • ἀστεροειδῆ — ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀστεροειδής star like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀστεροειδής star like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροειδεῖς — ἀστεροειδής star like masc/fem acc pl ἀστεροειδής star like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροειδέα — ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀστεροειδής star like masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροειδές — ἀστεροειδής star like masc/fem voc sg ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροειδέστατον — ἀστεροειδής star like masc acc superl sg ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαλώμη (Αστρον) — Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 3 Απριλίου 1905. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 14,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο …   Dictionary of Greek

  • ἀστεροειδέσι — ἀστεροειδής star like masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροειδῶς — ἀστεροειδής star like adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”